- θεόπνευστοι
- θεόπνευστοςinspired of Godmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
Κόλινς, Άντονι — (Anthony Collins, 1676 – 1729). Άγγλος φιλόσοφος. Ανήκε στη σχολή του ορθολογιστικού ντεϊσμού. Σπούδασε στα κολέγια Ίτον και Κινγκς και γνωρίστηκε με τον Λοκ. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του άσκησε το επάγγελμα του ειρηνοδίκη στη μικρή… … Dictionary of Greek